πελαργώ

πελαργώ
-άω, Α
εσφ. ανάγν. τού πεδαρτῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπελάργωσις — ἀντιπελάργωσις, η (AM) [πελαργώ] ανταπόδοση στοργικής φροντίδας …   Dictionary of Greek

  • αντιπελαργία — ἀντιπελαργία, η (Μ) [πελαργώ] αμοιβαία αγάπη, περιποίηση …   Dictionary of Greek

  • αντιπελαργώ — ἀντιπελαργῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω περιποίηση, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πελαργώ < πελαργός. Η λ. πήρε τη σημασία της από τους πελαργούς, που θεωρούνται πτηνά με αλτρουιστικά αισθήματα, κυρίως από το γεγονός ότι μεταφέρουν στις φτερούγες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”